- κρίθινος
- -η, -οπου έγινε από κριθάρι (κριθάλευρο), κριθαρένιος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρίθινος — made of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίθινος — η, ο (AM κρίθινος, ίνη, ον) [κριθή] παρασκευασμένος από κριθάρι, κριθαρένιος (α. «κρίθινο ψωμί» β. «καὶ κρίθινον κόλλικα δούλιον χόρτον», Αθήν.) αρχ. φρ. α) «κρίθινος Δημοσθένης» παρωνύμιο τού ρήτορα Δεινάρχου β) «οἶνος κρίθινος» ο ζύθος, η μπίρα … Dictionary of Greek
κριθίνων — κρίθινος made of fem gen pl κρίθινος made of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίθινον — κρίθινος made of masc acc sg κρίθινος made of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνη — κρίθινος made of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνην — κρίθινος made of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνης — κρίθινος made of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνοις — κρίθινος made of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνου — κρίθινος made of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνους — κρίθινος made of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)